- φιλόκηπος
- φῐλό-κηπος, ον,A fond of a garden, D.L.9.112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκηπος — fond of a garden masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκηπος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι κήποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κήπος] … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek